- σταυροκόπημα
- το και σταυροκόπι, το εκτέλεση του σημείου του σταυρού πολλές φορές: Η γιαγιά μου μόλις δει εικονοστάσι, αρχίζει το σταυροκόπημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταυροκόπημα — και σταυροκόπι, το, Ν [σταυροκοπούμαι] το να κάνει κανείς πολλές φορές το σημείο τού σταυρού … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
σταυροκόπι — το, Ν βλ.σταυροκόπημα … Dictionary of Greek